Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψωμόλυσσα — η, Ν 1. πολύ έντονη πείνα 2. πειναλέος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + λύσσα] … Dictionary of Greek
ψωμόλυσσα — η 1. υπερβολική πείνα. 2. άνθρωπος πειναλέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)